ξεσκούριασμα

ξεσκούριασμα
το очищение от ржавчины

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξεσκούριασμα" в других словарях:

  • ξεσκούριασμα — το [ξεσκουριάζω] 1. καθάρισμα μεταλλικών αντικειμένων από τη σκουριά 2. μτφ. α) απόκτηση νέων δυνάμεων, ανάκτηση ζωντάνιας β) ικανοποίηση σεξουαλικής επιθυμίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»